- κακόμορφος
- ος , ον , некрасивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακόμορφος — misshapen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόμορφος — η, ο (Α κακόμορφος, ον) αυτός που έχει κακή μορφή, άσχημος, κακοφτειαγμένος, κακοκαμωμένος. επίρρ... κακομόρφως (Α) με κακόμορφο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. αγριό μορφος, ποικιλόμορφος] … Dictionary of Greek
κακόμορφον — κακόμορφος misshapen masc/fem acc sg κακόμορφος misshapen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακομορφία — η (Α κακομορφία) [κακόμορφος] (το αρχ. ως σχόλ. στη λ. δυσχλαινία τού Ευρ.) κακή μορφή, δυσμορφία, ασχήμια … Dictionary of Greek
κακομούτσουνος — η, ο κακομούτρης*, κακόμορφος, ασχημομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουτσούνα] … Dictionary of Greek
κακόθωρος — η, ο (Μ κακόθωρος, ον) αυτός που έχει άσχημη όψη, κακόμορφος, άσχημος. επίρρ... κακόθωρα κακόμορφα, άσχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + θωρος (< θωρώ), πρβλ. γλυκό θωρος, καλό θωρος] … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek